- Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση
- (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία από το 1954, Ισπανία και Πορτογαλία από το 1990 και Ελλάδα από το 1995) που είναι ταυτόχρονα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, έξι συνδεδεμένα μέλη που είναι επίσης μέλη του ΝΑΤΟ αλλά όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον μέχρι το 2002 (Ισλανδία, Νορβηγία, Τουρκία από το 1992 και Τσεχία, Πολωνία και Ουγγαρία από το 1999), πέντε μέλη με ρόλο παρατηρητή που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά όχι του ΝΑΤΟ (Ιρλανδία και Δανία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ αλλά προτίμησε καθεστώς παρατηρητή, από το 1992, και Αυστρία, Σουηδία, Φινλανδία από το 1995) και επτά συνδεδεμένους εταίρους, δηλαδή χώρες που έχουν υπογράψει συμφωνία ένταξης αλλά δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ (Βουλγαρία, Ρουμανία, Εσθονία, Σλοβακία, Λετονία, Λιθουανία από το 1994 και Σλοβενία από το 1996). Βεβαίως, με την τυπική ολοκλήρωση διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα 10 νέα μέλη, ορισμένα συνδεδεμένα μέλη και συνδεδεμένοι εταίροι ενδέχεται να γίνουν πλήρη μέλη ή μέλη-παρατηρητές αντίστοιχα. Ο ρόλος της ΔΕΕ περιορίστηκε σημαντικά με την ανάληψη της διαχείρισης κρίσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
H ΔΕΕ είναι προϊόν των πολιτικών και διπλωματικών εξελίξεων στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι ευρωπαίοι σύμμαχοι αντιμετώπιζαν τότε το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της γερμανικής απειλής, τον σοβιετικό επεκτατισμό, αλλά και την προοπτική οικοδόμησης ενός θεσμικού πλαισίου που θα ευνοούσε τη συνεργασία των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Έτσι, τον Μάρτιο του 1947 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία συνήψαν μια αμυντική συμμαχία. Η συνθήκη της Δουνκέρκης της 4ης Μαρτίου 1947 αφορούσε κυρίως την αντιμετώπιση της Γερμανίας, αλλά αποτελούσε και βάση για ευρύτερη συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών.
Το 1948 ο τότε Βρετανός υπουργός Εξωτερικών πρότεινε τη συγκρότηση ενός νέου συμμαχικού διεθνούς φορέα και στις 17 Μαρτίου 1948 υπογράφηκε η συνθήκη των Βρυξελλών με την οποία δημιουργήθηκε ο Οργανισμός της Συνθήκης των Βρυξελλών με τη συμμετοχή του Βελγίου, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας. Η θεσμική δομή του οργανισμού ήταν σχετικά εμβρυώδης με ένα συμβουλευτικό συμβούλιο και μια μόνιμη στρατιωτική επιτροπή.
Ο Ψυχρός Πόλεμος άλλαξε τις προτεραιότητες ασφαλείας των ευρωπαϊκών κρατών και μαζί τη στάση τους απέναντι στον στρατιωτικό επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Όμως, οι απόψεις για την ένταξη της Γερμανίας στη δυτικοευρωπαϊκή άμυνα δεν ήταν ταυτόσημες. Οι ΗΠΑ υποστήριζαν την άμεση ένταξη της Γερμανίας στο NATO, ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι ήταν επιφυλακτικοί. Ως ενδιάμεση λύση προτάθηκε η ένταξη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, αλλά η συνθήκη για την ίδρυση της κοινότητας αυτής, που υπογράφηκε το 1952, τελικά δεν τέθηκε σε ισχύ γιατί την καταψήφισε η γαλλική εθνοσυνέλευση το 1954.
Αμέσως μετά η Μεγάλη Βρετανία συγκάλεσε τον Σεπτέμβριο του 1954 στο Λονδίνο μια συνδιάσκεψη εννέα κρατών, στην οποία μετείχαν τα έξι κράτη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, για να εξεταστούν τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και παράλληλα η εξασφάλιση της πλήρους σύνδεσης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας με τις δυτικές χώρες. Η συνδιάσκεψη του Λονδίνου αποτέλεσε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση της συνθήκης των Βρυξελλών του 1947 και την είσοδο της Γερμανίας και της Ιταλίας στον οργανισμό. Έναν μήνα μετά, στο Παρίσι, οριστικοποιήθηκαν οι τροποποιήσεις της συνθήκης των Βρυξελλών και η μετονομασία του οργανισμού σε ΔΕΕ.
Η δημιουργία της ΔΕΕ το 1954 ήταν μια λύση ανάγκης, ένας συμβιβασμός που διευκόλυνε τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία να πείσουν τη Γαλλία να αποδεχθεί τον επανεξοπλισμό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας και από την άλλη κάλυπτε το κενό που άφηνε η αποτυχημένη προσπάθεια να διαμορφωθεί μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Η ΔΕΕ, παρά τον έντονα ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, συνδέθηκε στενά με την Ατλαντική Συμμαχία. Η συνεργασία ΔΕΕ και NATO δεν υπήρξε ισότιμη και ουσιαστικά εκφυλίστηκε σε εξάρτηση της ΔΕΕ από το NATO.
Κατά την περίοδο 1954-73 η ΔΕΕ συνέβαλε στην επίλυση ορισμένων προβλημάτων. Λειτούργησε ως προθάλαμος για τη σταδιακή ενσωμάτωση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο ατλαντικό αμυντικό σύστημα, το ΝΑΤΟ (1955). Έπειτα συνέβαλε στη διευθέτηση του ζητήματος του Ζάαρ με δημοψήφισμα, το οποίο οργανώθηκε από τη ΔΕΕ στις 23 Οκτωβρίου 1955 και κατέληξε στην οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.
Μετά την ίδρυση της EOK και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας το 1958, στις οποίες μετείχαν όλα τα κράτη της ΔΕΕ εκτός της Μεγάλης Βρετανίας, η ΔΕΕ λειτούργησε μέχρι το 1963 ως χώρος ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των έξι της EOK και της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά την προσχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η ΔΕΕ ατόνησε ακόμη περισσότερο. Μέχρι το 1984 δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μία σύγκληση του συμβουλίου της ΔΕΕ και το μόνο όργανο που συνέχισε να λειτουργεί ήταν η συνέλευση.
Η αναζωπύρωση της ΔΕΕ οφείλεται στη διεθνή συγκυρία των αρχών της δεκαετίας του 1980. Η εγκατάσταση των αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη, η σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν, οι εξελίξεις στην Πολωνία, σημάδεψαν τη νέα ένταση του Ψυχρού Πολέμου και αυτή αναθέρμανε τον προβληματισμό για τον ρόλο των ευρωπαϊκών κρατών. Η ΔΕΕ θεωρήθηκε και πάλι ως η καλύτερη λύση μιας ενδοευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, δεδομένου ότι τα ευρωπαϊκά όργανα του NATO, λόγω και της απουσίας της Γαλλίας, δεν αποτελούσαν ικανοποιητικό πλαίσιο.
Η επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΕ ξεκίνησε με γαλλική πρωτοβουλία τον Φεβρουάριο του 1984. Η θετική ανταπόκριση των άλλων κρατών-μελών οδήγησε το Συμβούλιο της ΔΕΕ στην υιοθέτηση τον Οκτώβριο του 1984 της διακήρυξης της Ρώμης, όπου οι υπουργοί Εξωτερικών υπογράμμισαν τη σημασία της τροποποιημένης συνθήκης των Βρυξελλών και «την απόφασή τους να χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο το πλαίσιο της ΔΕΕ ώστε να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών στον τομέα της πολιτικής της ασφάλειας και να ενθαρρύνουν την ομοφωνία». Στη διακήρυξη επαναλαμβάνεται επίσης η δυνατότητα του συμβουλίου της ΔΕΕ να εξετάζει τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν για την Ευρώπη κρίσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου, δηλαδή έξω από τη γεωγραφική περιοχή στην οποία ασκείται η επιχειρησιακή ευθύνη της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Παρά την ώθηση που δόθηκε μετά τη διακήρυξη της Ρώμης, οι προσπάθειες για ουσιαστική αναβάθμιση δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα λόγω των ανασταλτικών παραγόντων, όπως ήταν οι φόβοι των ΗΠΑ για ανταγωνιστικό οργανισμό απέναντι στο NATO, η επιφυλακτική στάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας και η αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας μετά την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Αντίστοιχα όμως η εξέλιξη των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων, ως δύο υπερδυνάμεων, αύξησε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών για μια αυτόνομη ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην υιοθέτηση από το συμβούλιο της ΔΕΕ, στις 26 Οκτωβρίου 1987, ενός σημαντικού πολιτικού κειμένου. Πρόκειται για την «Πλατφόρμα για τα Ευρωπαϊκά Συμφέροντα Ασφαλείας», γνωστή ως Πλατφόρμα της Χάγης, όπου προσδιορίζονταν οι όροι και τα κριτήρια για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και οι ευθύνες των εταίρων της ΔΕΕ σε σχέση με τη δυτική άμυνα, τον έλεγχο των εξοπλισμών, τη διαδικασία αφοπλισμού και τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.
Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ και ο Πόλεμος στον Κόλπο έδωσαν στη ΔΕΕ την ευκαιρία να αναπτύξει συντονιστική δραστηριότητα και να παρέμβει πολιτικά σε διεθνή ζητήματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΔΕΕ προσέφερε πάλι λύσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή άμυνα. Οι δυσκολίες που εμφανίστηκαν στη θέσπιση κοινής αμυντικής πολιτικής στο πλαίσιο της διαμορφούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης οδήγησαν και πάλι στη λύση της ΔΕΕ, που διευρύνθηκε το 1990 με την είσοδο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Αντί λοιπόν να συμφωνηθεί η ενιαία αμυντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφωνήθηκε η λειτουργία της ΔΕΕ ως αμυντικής συνιστώσας της Ένωσης. Σε αυτή την προοπτική υπήρξε η πρώτη δήλωση του Μάαστριχτ για τον ρόλο της ΔΕΕ και τις σχέσεις της με την Ατλαντική Συμμαχία, που υιοθετήθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΔΕΕ που είχαν συνέλθει ως Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έτσι η ΔΕΕ τείνει να αναπτυχθεί ως η αμυντική συνιστώσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως μέσο για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού σκέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Το ζήτημα της διεύρυνσης της ΔΕΕ διευκρινίστηκε με τη σύνοδο του συμβουλίου της ΔΕΕ στη Χάγη, τον Οκτώβριο του 1987. Οι γενικές αρχές που διέπουν την ενδεχόμενη διεύρυνση αναφέρουν ότι α) τα υποψήφια κράτη πρέπει να αποδεχθούν τη συνθήκη της ΔΕΕ, β) τα υποψήφια κράτη πρέπει να αποδεχθούν την Πλατφόρμα της Χάγης και γ) τα υποψήφια κράτη οφείλουν να επιλύσουν τα εκκρεμή προβλήματά τους σχετικά με αμυντικά θέματα μέσα στο NATO. O τρίτος αυτός όρος αναφέρεται μάλλον στην Ελλάδα και στην Τουρκία και φαίνεται ότι θέτει έναν πρόσθετο όρο για την ένταξη στη ΔΕΕ: τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ.
Η πρώτη ανεπίσημη βολιδοσκόπηση για την ένταξη της Ελλάδας στη ΔΕΕ φαίνεται ότι έγινε κατά το 1975-76, ίσως για να καλυφθεί το κενό από την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO. H ενέργεια εκείνη δεν απέδωσε επειδή τα κράτη-μέλη της ΔΕΕ δεν ήθελαν τότε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ΔΕΕ αποτελεί εναλλακτική λύση του NATO. Το ελληνικό ενδιαφέρον για τη ΔΕΕ εκδηλώθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1987, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε ότι είχε γίνει σε διπλωματικό επίπεδο διαβούλευση για την είσοδο της Ελλάδας στη ΔΕΕ. Η διαδικασία ένταξης της Ελλάδας άρχισε τυπικά τον Δεκέμβριο του 1988, όταν η ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο κυκλοφόρησε ένα υπόμνημα μεταξύ των μελών του συμβουλίου της ΔΕΕ και της γενικής γραμματείας, διατυπώνοντας την ελληνική επιθυμία για προσχώρηση. Το διάβημα θεωρήθηκε επίσημο και αποφασίστηκε να δοθεί επίσημη απάντηση τον Απρίλιο του 1989. Η Τουρκία είχε διατυπώσει το αίτημα ένταξης με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών το καλοκαίρι του 1988. Και στις δύο περιπτώσεις η αναβλητικότητα της ΔΕΕ θεμελιώθηκε στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αναδιάρθρωση του οργανισμού, όπως προβλέφθηκε από το πρωτόκολλο προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Η διαδικασία που ακολούθησε η ΔΕΕ τελικά για την ελληνική ένταξη δεν ήταν ταυτόσημη με εκείνη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Σύμφωνα με τη Δεύτερη Δήλωση του Μάαστριχτ «τα κράτη που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να προσχωρήσουν στη ΔΕΕ με τους όρους που θα συμφωνηθούν με βάση το άρθρο XI της Τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών ή να καταστούν παρατηρητές εφόσον το επιθυμούν». Βέβαια κατά τον χρόνο της διατύπωσης της δήλωσης (10 Δεκεμβρίου 1991) δεν υπήρχε ακόμη η Ευρωπαϊκή Ένωση, άρα είναι προφανές ότι η δήλωση αναφερόταν στα μελλοντικά μέλη της Ένωσης ή στα ήδη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην ίδια δήλωση υπήρχε και μια δεύτερη πρόσκληση. Σύμφωνα με το κείμενο «τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του NATO καλούνται να γίνουν συνδεδεμένα μέλη της ΔΕΕ κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητές της». Με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συμφωνίες για τη διεύρυνσή της, αλλά και την επέκταση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή, προστέθηκαν νέα μέλη με το καθεστώς συνδεδεμένου μέλους, παρατηρητή ή συνδεδεμένου εταίρου.
Στη δεκαετία του 1990 η ΔΕΕ ανέλαβε ρόλο στον Πόλεμο του Κόλπου, στη γιουγκοσλαβική κρίση και στην Αλβανία (αστυνομική εκπαίδευση).
Στις Βρυξέλλες έχει την έδρα της η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.
Αναμνηστική φωτογραφία των υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών από σύνοδο της Δυτικοεϋρωπαϊκής Ένωσης στη Ρώμη, το 1998 (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.